Πέντε χρόνια από τότε που στρατιωτικές οι αμερικανικές δυνάμεις και οι σύμμαχοί τους ανέτρεψαν τον Σαντάμ Χουσεΐν, το Ιράκ παραμένει μια από τις πιο επικίνδυνες χώρες στον κόσμο αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, δηλώνει η Διεθνής Αμνηστία.
Σε νέα έκθεσή της, με τίτλο «Μακελειό και Απόγνωση», η διεθνής οργάνωση αναφέρει ότι οι επιθέσεις και οι φατριακές δολοφονίες από ένοπλες ομάδες, τα βασανιστήρια και η κακομεταχείριση από δυνάμεις της ιρακινής κυβέρνησης και η συνεχιζόμενη κράτηση χιλιάδων υπόπτων από αμερικανικές και ιρακινές δυνάμεις είχαν ολέθρια επίδραση και ήταν η αιτία να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους πάνω από τέσσερα εκατομμύρια Ιρακινοί. Πολλοί από τους συλληφθέντες κρατούνται, μερικοί για πολλά χρόνια, χωρίς να τους απαγγελθούν κατηγορίες.
Εκατομμύρια δολάρια έχουν ξοδευτεί για την ασφάλεια, αλλά δύο στους τρεις Ιρακινούς δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό και σχεδόν ένας στους τρεις (γύρω στα οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι) χρειάζεται έκτακτη βοήθεια για να επιβιώσει.
«Η κυβέρνηση του Σαντάμ Χουσεΐν ήταν συνώνυμο των καταπατήσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων» δήλωσε ο Μάλκομ Σμαρτ, Διευθυντής της Διεθνούς Αμνηστίας για το πρόγραμμα έρευνας και δράσης για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, «αλλά η αντικατάστασή της δεν έφερε καμία ανακούφιση για το λαό του Ιράκ.»
Χιλιάδες άνθρωποι έχουν σκοτωθεί ή μείνει ανάπηροι και κοινότητες που πρότινος ζούσαν με σχετική αρμονία έχουν οδηγηθεί σε ανοιχτή σύρραξη. Οι άμαχοι έχουν δεχτεί το μεγαλύτερο πλήγμα. Για πολλές γυναίκες, που κινδυνεύουν τώρα από επιθέσεις για θρησκευτικούς λόγους, οι καθημερινές συνθήκες έχουν στην πραγματικότητα χειροτερεύσει σε σχέση με αυτό που συνέβαινε επί καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν.
Σύμφωνα με την έκθεση, ακόμα και στη σχετικά ειρηνική κουρδική περιοχή στο Βόρειο Ιράκ, η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης δεν συνοδεύεται από μεγαλύτερο σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.
«Αυθαίρετες συλλήψεις, κρατήσεις και βασανιστήρια συνεχίζουν να αναφέρονται ακόμα και στις κουρδικές επαρχίες» πρόσθεσε ο Μάλκομ Σμαρτ, «και η ειρηνική αντιπολίτευση μετά βίας γίνεται ανεκτή. Πολιτικοί αντιφρονούντες κρατούνται χωρίς δίκη και τα αποκαλούμενα ‘εγκλήματα τιμής’, στα οποία οι γυναίκες πέφτουν θύματα μελών της οικογένειάς τους, παραμένουν ένα εδραιωμένο πρόβλημα, το οποίο επικρίνεται από τις αρχές, αλλά δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά.»
Κανείς δεν ξέρει ακριβώς πόσοι άνθρωποι έχουν σκοτωθεί στο Ιράκ από την εισβολή των δυνάμεων των οποίων ηγούνται οι ΗΠΑ το Μάρτιο 2003. Σύμφωνα με τη μεγαλύτερη έρευνα, που διενεργήθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και από την ιρακινή κυβέρνηση και δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο, πάνω από 150.000 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί μέχρι τον Ιούνιο 2006. Ο ΟΗΕ ανέφερε ότι σχεδόν 35.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν το 2006, το πιο πρόσφατο έτος για το οποίο υπάρχουν στοιχεία.
Το συνεχιζόμενο πρόβλημα ανασφάλειας παρεμποδίζει τις προσπάθειες αποκατάστασης της τάξης, αλλά ακόμα και όταν οι ιρακινές αρχές ήταν σε θέση να υπερασπιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, σε γενικές γραμμές δεν το έκαναν. Οι δίκες είναι σε συστηματική βάση άδικες, με καταδίκες που βασίζονται σε στοιχεία που κατά τα φαινόμενα αποσπάστηκαν με βασανιστήρια και με εκατοντάδες ανθρώπων να έχουν καταδικαστεί σε θάνατο.
«Είναι κάτι που μας ανησυχεί ιδιαίτερα για το μέλλον» συνέχισε ο Μάλκομ Σμαρτ. «Ακόμα και όταν έχουν συντριπτικά στοιχεία ότι γίνονται βασανιστήρια με δική τους ευθύνη, οι ιρακινές αρχές δεν οδηγούν τους δράστες στη δικαιοσύνη και οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν έχουν απαιτήσει να το κάνουν.»
Προσφυγικό πρόβλημα
Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει σχεδόν το 15% του πληθυσμού του Ιράκ (τουλάχιστον 4 εκατομμύρια ανθρώπους) να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες περίπου δύο εκατομμύρια ζουν στη Συρία και την Ιορδανία, ενώ περίπου 2,2 εκατομμύρια έχουν εκτοπιστεί στο εσωτερικό της χώρας και ζουν σε άθλιες συνθήκες.
Μέχρι στιγμής, η διεθνής κοινότητα δεν έχει ανταποκριθεί στην προσφυγική κρίση στο Ιράκ, καθώς από τη μια, δεν βοηθά τις χώρες υποδοχής ώστε να ικανοποιήσουν τις βασικές ανάγκες τόσου μεγάλου αριθμού ανθρώπων σε στέγη, υγεία και εκπαίδευση αλλά και δεν έχουν δεχτεί τους πιο ευάλωτους από τους πρόσφυγες. Από την άλλη, ορισμένα κράτη θέτουν σε κίνδυνο τις ζωές Ιρακινών καθώς δεν τους δίνουν άσυλο, δεν τους παρέχουν αρωγή ή τους επιστρέφουν στο Ιράκ, αγνοώντας τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν εκεί.
Οι περισσότερες δυτικές χώρες συνεχίζουν να κρατούν κλειστές τις πόρτες τους σε αιτούντες άσυλο από το Ιράκ, ή δεν τους παρέχουν αρωγή και ορισμένες τους έχουν απελάσει στο Ιράκ, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο.
Η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό αναγνώρισης ασύλου στην ΕΕ. Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, το 2007, μόνο 8 αιτήσεις ασύλου έγιναν δεκτές σε πρώτο βαθμό (δηλαδή το 0,04% των αιτήσεων), ενώ 132 αιτήσεις έγιναν δεκτές σε δεύτερο βαθμό (δηλαδή το 2,05% των αιτήσεων). Είναι θετικό ότι από τις 132 αιτήσεις που έγιναν δεκτές οι 107 ήταν Ιρακινών, όμως πρόκειται για σταγόνα στο ωκεανό, καθώς ορισμένες από τις υποθέσεις αυτές εκκρεμούσαν χρόνια.
- «Μακελειό και Απόγνωση» (έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας στα αγγλικά)